Ωτοσκλήρυνση
Χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση του φυσιολογικού οστού στην ωτική κάψα από ένα πλήρες αποδιοργανωμένο οστικό υποκατάστατο. Με πιο απλά λόγια και συχνότερα ένα από οστάρια του αυτιού, ο αναβολέας χάνει τη φυσιολογική του υφή και γίνεται ωτοσκληρυντικός παρουσιάζοντας δυσκαμψία, κατάσταση που δεν επιτρέπει την κίνηση του και την μετάδοση των ηχητικών δονήσεων στο έσω αυτί (αισθητήριο ακοής). Ως αποτέλεσμα προκαλείται βαρηκοΐα η οποία αρχικά είναι αγωγιμότητας – ακόμη δεν έχει προσβληθεί το έσω αυτί.
Η ωτοσκλήρυνση μπορεί να θεωρηθεί ως μία πολύπλοκη γενετική πάθηση, που προκαλείται από έναν συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Κλινικά παρουσιάζεται συχνότερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες (2:1). Η παραπάνω παρατήρηση σε συνδυασμό με την κοινή διαπίστωση όσων ασχολούνται με διαταραχές ακοής ότι η ωτοσκλήρυνση μπορεί να παρουσιαστεί ή να επιδεινωθεί στην εγκυμοσύνη ή μετά από λήψη από του στόματος αντισυλληπτικών οδήγησε στην διατύπωση θεωριών για την επίδραση ενδοκρινικών παραγόντων. Έχει υποστηριχθεί ότι η παρουσία υψηλών επιπέδων οιστρογόνων ή προλακτίνης , όπως κατά την εγκυμοσύνη ή το θηλασμό μπορεί να οδηγήσει σε απελευθέρωση πρωτεολυτικών ενζύμων που επιδεινώνουν την αποδόμηση του φυσιολογικού οστού και την ωτοσκληρυντική διαδικασία. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν μελέτες που δεν έχουν καταφέρει να συσχετίσουν την εγκυμοσύνη με την επιδείνωση της ακοής λόγω ωτοσκλήρυνσης. Επισυνάπτω άρθρα που περιγράφουν αναλυτικότερα όσα προανέφερα.
Συμπερασματικά από την μελέτη της βιβλιογραφίας αλλά και την εμπειρία μας υπάρχουν γυναίκες στις οποίες επιδεινώθηκε η ακοή τους κατά τη διάρκεια ή μετά την εγκυμοσύνη αλλά δεν είναι απόλυτο ότι αυτό θα γίνει σε κάθε γυναίκα ή μετά από κάθε τοκετό.
Η σωστή αξιολόγηση της ακοής έχει μεγάλη σημασία στην ωτοσκλήρυνση ώστε να προσεγγιστεί και να θεραπευτεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Είμαι στη διάθεσή σας να τα συζητήσουμε όλα αυτά από κοντά και να κάνουμε ένα πλήρη ακοολογικό έλεγχο.